- γαλαζοπράσινος
- η , ο бирюзовый (о цвете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλαζοπράσινος — η, ο αυτός που έχει χρώμα ανάμεσα στο γαλάζιο και το πράσινο: Με κοίταξε με τα γαλαζοπράσινα μάτια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βένετος — η, ο (AM βένετος, ον) γαλάζιος ή γαλαζοπράσινος μσν. το αρσ. ως ουσ. oἱ Βένετοι οι Γαλάζιοι, μερίδα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού Ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < λατ. venetus, που χαρακτήριζε μια μερίδα του Ρωμαϊκού και αργότερα του… … Dictionary of Greek
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
σαξ — ο, η, το, Ν 1. γαλαζοπράσινος 2. το ουδ. ως ουσ. το σαξ το γαλαζοπράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saxe «είδος πορσελάνης με το συγκεκριμένο χρώμα»] … Dictionary of Greek
τουρκουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πολύτιμος λίθος αδιαφανής, περουζές, γαλαζόπετρα. 2. χρωματισμός γαλάζιος ως γαλαζοπράσινος. 3. ύφασμα μεταξομπαμπακερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)